45. Θα σας πω τη δική μου εμπειρία.
Εγώ ούτε πληγές κουβάλαγα, ούτε ιστορίες κακοποίησης.
Προέρχομαι από μια φυσιολογική οικογένεια, έχω φίλους και μια καλή δουλειά. Από παιδί ψάχνω απαντήσεις για την υπαρξή μου στον κόσμο.
Το μόνο μου “κουσούρι” είναι πως εμπιστεύομαι εύκολα και θεωρώ όλο τον κόσμο καλό.
Στο Αείφαρο για πολύ καιρό, όπως και όλοι όσοι πέρασαν απο κει, έδινα και την ψυχή μου. Ζούσα μόνο για να βρίσκομαι κοντά τους.
Γέμιζα χαρά για την αγάπη, την ομόνοια και τη ζεστασιά που συναντούσα εκεί μέσα.
Χαρά για το δάσκαλο που μας καθοδηγούσε με σοφία. Μα όσο πέρναγε ο καιρός άρχισα να βλέπω καθαρά.
Τα “αδέλφια” μου τα φοβόμουν πια, τα έτρεμα. Ήξερα πως σε κάθε μου παραπάτημα με περίμεναν στη γωνία για να με καταδώσουν και να με δικάσουν.
Σε εκείνα τα τρομακτικά τραπέζια σε έβαζαν στη γωνία και σε κατασπάραζαν χωρίς έλεος. Τις πρώτες φορές προσπάθησα να τα δικαιολογήσω.
Έλεγα, αφού όλοι συμφωνούν, αφού ο δάσκαλος τα επιτρέπει, τότε εγώ είμαι λάθος.
Έλεγα, φτωχό ανθρωπάκι ενοχλείται η κατώτερη φύση σου. Αφήσου με εμπιστοσύνη στα χέρια του δασκάλου, μπας και γίνεις άνθρωπος.
Έβλεπα τους παλιότερους να σκύβουν το κεφάλι κι έλεγα αφού το κάνουν αυτοί που είναι τόσο καιρό κοντά του, τότε θα αντέξω κι εγώ για να αγιάσω.
Αλλά η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι έβγαιναν απ’ αυτά τα τραπέζια χτυπημένοι βαθιά, τσακισμένοι και αλλαγμένοι για πάντα.
Χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς πίστη στον εαυτό τους, χαμένοι και πληγωμένοι.
Όσοι αντιστάθηκαν, όσοι πάλεψαν να κρατήσουν το μυαλό τους καθαρό, χτυπήθηκαν με απανωτά τραπέζια, το ένα χειρότερο απ’ το άλλο.
Συνεχή χτυπήματα κάτω απ’ τη ζώνη μέχρι να υποταχτούν ολοκληρωτικά.
Αδέλφια και μανάδες έπαιρναν το λόγο για να κατηγορήσουν τον άνθρωπο τους, γιατί αυτή την εντολή είχε δώσει ο δάσκαλος.
Έπρεπε να του αποδείξουν πως είναι δίκαιοι, δεν επηρεάζονται συναισθηματικά και είναι συνεπείς μαθητές της “διδασκαλίας του φωτός”.
Μα το χειρότερο ήταν πως δεν υπήρχε καμιά αγάπη, κανένα νιάξιμο σε όλο αυτό.
Σε κάθε μα σε κάθε τραπέζι οι κατώτερες φύσεις έκαναν πάρτυ.
Άνθρωποι που είχαν περάσει από κάποιο τραπέζι ως κατηγορούμενοι, έβγαζαν όλο τους το άχτι και το κόμπλεξ, όταν είχαν την ευκαιρία να γίνουν κατήγοροι.
Λιάνιζαν με μπαλτάδες τον αδύναμο αδελφό τους, χρησιμοποιώντας με ευκολία το άλλοθι που τους έδινε ο δάσκαλος ότι πρέπει να χτυπήσουν την κατώτερη φύση του αδελφού τους, αν τον αγαπούσαν.
Ένιωσα να σιχαίνομαι την υποκρισία τους.
Ψεύτικες αγκαλιές, μεγάλα λόγια, χωρίς αντίκρισμα.
Προς τον έξω κόσμο χαμόγελα αδερφοσύνης και μέσα στο κτήμα πισώπλατες μαχαιριές. ….